πυρολάτρης

πυρολάτρης
ο
θηλ. -ισσα
1. αυτός που λατρεύει τη φωτιά σαν θεία δύναμη. 2. οπαδός της ζωροαστρικής θρησκείας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρολάτρης — ο, θηλ. πυρολάτρις και πυρολάτρισσα, Ν 1. αυτός που λατρεύει τη φωτιά 2. ο οπαδός τής θρησκείας τού ζωροαστρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πυρολάτραι, μαρτυρείται από το 1845 στον Δημ. Γαλανό] …   Dictionary of Greek

  • γκιαούρ — και γκιαούρης, ο κατά τους Μωαμεθανούς ο μη μουσουλμάνος, και ειδικότερα ο Χριστιανός, δηλ. ο άπιστος, ο αρνησίθεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. giaur «άπιστος» < (περσ.) gabr «πυρολάτρης»] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρολατρία — Λατρεία που απονέμεται στη φωτιά, ως υπερφυσική και θεία δύναμη. Η π. ανάγεται στους αρχαιότατους χρόνους της ανθρωπότητας και φαίνεται ότι είχε διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, αφού λείψανα αυτής παρατηρήθηκαν και στην Αμερική. Λείψανα π.… …   Dictionary of Greek

  • πυρολατρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρολατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρολάτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Θρ. Ζουμπουλίδη] …   Dictionary of Greek

  • πυρσολάτρης — ὁ, Μ (ιδίως ως επίθ. τών Περσών) πυρολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + λάτρης] …   Dictionary of Greek

  • πυρσολατρεύω — Μ λατρεύω τη φωτιά, είμαι πυρολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + λατρεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”